- φιλόθρεσκος
- φῐλό-θρεσκος, ον,A loving ceremonies, pious,
βασιλῆες Hymn.Is.5
; cf. θρεσκός, θρησκεία.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βασιλῆες Hymn.Is.5
; cf. θρεσκός, θρησκεία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλόθρεσκος — ον, Α βλ. φιλόθρησκος … Dictionary of Greek
φιλόθρησκος — η, ο / φιλόθρησκος, ον, ΝΑ, και φιλόθρεσκος, ον, Α αυτός που έχει πολύ ανεπτυγμένο το θρησκευτικό συναίσθημα, ο οποίος αγαπά καθετί που σχετίζεται με τη θρησκεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θρήσκος] … Dictionary of Greek